- Οὔλυμπονδε
- Οὔλυμπόνδε , Ὄλυμπόνδεepic ionic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουλυμπόνδε — οὐλυμπόνδε (Α) επίρρ. βλ. ὀλυμπόνδε … Dictionary of Greek
Οὔλυμπονδ' — Οὔλυμπόνδε , Ὄλυμπόνδε epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπόνδε — και ιων. τ. Οὐλυμπόνδε (Α) στον Όλυμπο, προς τον Όλυμπο («ἡ δ Οὐλυμπόνδε βεβήκει δώματ ἐς αἰγιόχοιο Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος + επιρρμ. κατάλ. δε (Ι)*, πρβλ. Φαληρόν δε] … Dictionary of Greek